Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λωφήϊα ἱερά

См. также в других словарях:

  • λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»