-
1 λωφήϊος
λωφήϊος, erleichternd, stillend, λωφήϊα ἱερά, Sühnopfer, die den Zorn der Götter stillen, Ap. Rh. 2, 485, Schol. καταπαυστικὰ τῆς ὀργῆς.
-
2 λωφήϊος
λωφήϊος, erleichternd, stillend, λωφήϊα ἱερά, Sühnopfer, die den Zorn der Götter stillen
См. также в других словарях:
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek